Definify.com
Definition 2024
αναλύτρια
αναλύτρια
Greek
Noun
αναλύτρια • (analýtria) f (plural αναλύτριες, masculine αναλυτής)
- female analyst (occupation)
Declension
declension of αναλύτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναλύτρια | αναλύτριες |
genitive | αναλύτριας | αναλυτριών |
accusative | αναλύτρια | αναλύτριες |
vocative | αναλύτρια | αναλύτριες |