Definify.com
Definition 2024
αναμορφώτρια
αναμορφώτρια
Greek
Noun
αναμορφώτρια • (anamorfótria) f (plural αναμορφωτές, masculine αναμορφωτής)
- reformer (person who seeks to reform)
Declension
declension of αναμορφώτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμορφώτρια | αναμορφώτριες |
genitive | αναμορφώτριας | αναμορφωτριών |
accusative | αναμορφώτρια | αναμορφώτριες |
vocative | αναμορφώτρια | αναμορφώτριες |
Related terms
- see: αναμορφώνω (anamorfóno, “to reform”)