Definify.com
Definition 2024
αναπαραγωγή
αναπαραγωγή
Greek
Noun
αναπαραγωγή • (anaparagogí) f (plural αναπαραγωγές)
- (biology) biological reproduction
- (typography) typographical reproduction
- (media) reproduction by video, film, etc
Declension
declension of αναπαραγωγή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπαραγωγή | αναπαραγωγές |
genitive | αναπαραγωγής | αναπαραγωγών |
accusative | αναπαραγωγή | αναπαραγωγές |
vocative | αναπαραγωγή | αναπαραγωγές |