Definify.com
Definition 2024
ανατομή
ανατομή
See also: ἀνατομή
Greek
Noun
ανατομή • (anatomí) f (plural ανατομές)
- (medicine, anatomy) dissection (for anatomical study)
Declension
declension of ανατομή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανατομή | ανατομές |
genitive | ανατομής | ανατομών |
accusative | ανατομή | ανατομές |
vocative | ανατομή | ανατομές |
Related terms
- ανατομία f (anatomía, “anatomy”)