Definify.com

Definition 2024


αναφορα.

αναφορα.

See also: αναφορά

Greek

Adjective

αναφορα. (anafora.) (invariable)

  1. Abbreviation of αναφορικός (anaforikós): relative, referential

Noun

αναφορα. (anafora.) f

  1. Abbreviation of αναφορά (anaforá): reference