Definify.com
Definition 2024
αναφορ.
αναφορ.
Greek
Alternative forms
- αναφ. (anaf.)
Adjective
αναφορ. • (anafor.)
- Abbreviation of αναφορικός (anaforikós): referential, relating to a reference
Noun
αναφορ. • (anafor.) f
αναφορ. • (anafor.)
αναφορ. • (anafor.) f