Definify.com
Definition 2024
αναχαίτιση
αναχαίτιση
Greek
Noun
αναχαίτιση • (anachaítisi) f (plural αναχαιτίσεις)
Declension
declension of αναχαίτιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναχαίτιση | αναχαιτίσεις |
genitive | αναχαίτισης / αναχαιτίσεως | αναχαιτίσεων |
accusative | αναχαίτιση | αναχαιτίσεις |
vocative | αναχαίτιση | αναχαιτίσεις |
Related terms
- αναχαιτίζω (anachaitízo, “to restrain, to curb”)