Definify.com
Definition 2024
ανδρωνυμικό
ανδρωνυμικό
Greek
Noun
ανδρωνυμικό • (andronymikó) n (plural ανδρωνυμικά)
Usage notes
- The andronym Γιώργαινα (Giórgaina, “Georgiana”) is formed from Γεώργιος (Geórgios, “George”) the name of her husband.
Declension
declension of ανδρωνυμικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανδρωνυμικό | ανδρωνυμικά |
genitive | ανδρωνυμικού | ανδρωνυμικών |
accusative | ανδρωνυμικό | ανδρωνυμικά |
vocative | ανδρωνυμικό | ανδρωνυμικά |
Synonyms
- (abbreviation) ανδρων. (andron.)