Definify.com
Definition 2024
ανεμοστρόβιλος
ανεμοστρόβιλος
Greek
Noun
ανεμοστρόβιλος • (anemostróvilos) m (plural ανεμοστρόβιλοι)
Declension
declension of ανεμοστρόβιλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανεμοστρόβιλος | ανεμοστρόβιλοι |
genitive | ανεμοστρόβιλου / ανεμοστροβίλου | ανεμοστρόβιλων / ανεμοστροβίλων |
accusative | ανεμοστρόβιλο | ανεμοστρόβιλους / ανεμοστροβίλους |
vocative | ανεμοστρόβιλε | ανεμοστρόβιλοι |
See also
- τυφώνας m (tyfónas, “typhoon”)