Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ανεψιός
ανεψιός
See also:
ἀνεψιός
Greek
Noun
ανεψιός
•
(
anepsiós
)
m
(
plural
ανεψιοί
,
feminine
ανεψιά
)
Alternative form of
ανιψιός
(
anipsiós
)
Declension
declension of
ανεψιός
singular
plural
nominative
ανεψιός
ανεψιοί
genitive
ανεψιού
ανεψιών
accusative
ανεψιό
ανεψιούς
vocative
ανεψιέ
ανεψιοί
Similar Results