Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ανηψιός
ανηψιός
Greek
Noun
ανηψιός
•
(
anipsiós
)
m
(
plural
ανηψιοί
,
feminine
ανηψιά
)
Alternative form of
ανιψιός
(
anipsiós
)
Declension
declension of
ανηψιός
singular
plural
nominative
ανηψιός
ανηψιοί
genitive
ανηψιού
ανηψιών
accusative
ανηψιό
ανηψιούς
vocative
ανηψιέ
ανηψιοί
Similar Results