Definify.com
Definition 2024
ανθοπώλισσα
ανθοπώλισσα
Greek
Alternative forms
- ανθοπώλιδα f (anthopólida)
Noun
ανθοπώλισσα • (anthopólissa) f (plural ανθοπώλισσες, masculine ανθοπώλης)
Declension
declension of ανθοπώλισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθοπώλισσα | ανθοπώλισσες |
genitive | ανθοπώλισσας | ανθοπωλισσών |
accusative | ανθοπώλισσα | ανθοπώλισσες |
vocative | ανθοπώλισσα | ανθοπώλισσες |