Definify.com
Definition 2024
ανθρωπωνύμιο
ανθρωπωνύμιο
Greek
Alternative forms
- ανθρωπωνυμία f (anthroponymía)
Noun
ανθρωπωνύμιο • (anthroponýmio) n (plural ανθρωπωνύμια)
- (onomastics) anthroponym
Declension
declension of ανθρωπωνύμιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθρωπωνύμιο | ανθρωπωνύμια |
genitive | ανθρωπωνυμίου | ανθρωπωνυμίων |
accusative | ανθρωπωνύμιο | ανθρωπωνύμια |
vocative | ανθρωπωνύμιο | ανθρωπωνύμια |