Definify.com
Definition 2024
αντίλαλος
αντίλαλος
Greek
Noun
αντίλαλος • (antílalos) m (plural αντίλαλοι)
Declension
declension of αντίλαλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντίλαλος | αντίλαλοι |
genitive | αντίλαλου | αντίλαλων |
accusative | αντίλαλο | αντίλαλους |
vocative | αντίλαλε | αντίλαλοι |
Synonyms
- ηχώ f (ichó)