Definify.com
Definition 2024
αντίληψη
αντίληψη
Greek
Noun
αντίληψη • (antílipsi) f (plural αντιλήψεις)
Declension
declension of αντίληψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντίληψη | αντιλήψεις |
genitive | αντίληψης / αντιλήψεως | αντιλήψεων |
accusative | αντίληψη | αντιλήψεις |
vocative | αντίληψη | αντιλήψεις |