Definify.com
Definition 2024
ανταγωνισμός
ανταγωνισμός
Greek
Noun
ανταγωνισμός • (antagonismós) m (plural ανταγωνισμοί)
- competition
- εμπορικός ανταγωνισμός (commercial competition)
- rivalry
Declension
declension of ανταγωνισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανταγωνισμός | ανταγωνισμοί |
genitive | ανταγωνισμού | ανταγωνισμών |
accusative | ανταγωνισμό | ανταγωνισμούς |
vocative | ανταγωνισμέ | ανταγωνισμοί |
Related terms
- see: ανταγωνίζομαι (antagonízomai, “to compete, to rival”)