Definify.com
Definition 2024
ανταμείβομαι
ανταμείβομαι
Greek
Verb
ανταμείβομαι • (antameívomai) (simple past ανταμείφθηκα or ανταμείφτηκα, active form ανταμείβω, passive)
- passive of ανταμείβω (antameívo)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.