Definify.com
Definition 2024
ανταμοιβές
ανταμοιβές
Greek
Noun
ανταμοιβές • (antamoivés) f
- Nominative plural form of ανταμοιβή (antamoiví).
- Accusative plural form of ανταμοιβή (antamoiví).
- Vocative plural form of ανταμοιβή (antamoiví).
ανταμοιβές • (antamoivés) f