Definify.com
Definition 2024
ανταποκριτής
ανταποκριτής
Greek
Noun
ανταποκριτής • (antapokritís) m (plural ανταποκριτές, feminine ανταποκρίτρια)
- (journalism) correspondent
- πολεμικός ανταποκριτής ― polemikós antapokritís ― war correspondent
Declension
declension of ανταποκριτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανταποκριτής | ανταποκριτές |
genitive | ανταποκριτή | ανταποκριτών |
accusative | ανταποκριτή | ανταποκριτές |
vocative | ανταποκριτή | ανταποκριτές |
See also
- δημοσιογράφος m, f (dimosiográfos, “reporter”)