Definify.com
Definition 2024
αντιβίωση
αντιβίωση
Greek
Noun
αντιβίωση • (antivíosi) f (plural αντιβιώσεις)
Declension
declension of αντιβίωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιβίωση | αντιβιώσεις |
genitive | αντιβίωσης / αντιβιώσεως | αντιβιώσεων |
accusative | αντιβίωση | αντιβιώσεις |
vocative | αντιβίωση | αντιβιώσεις |
Synonyms
- αντιβιοτικό f (antiviotikó)