Definify.com

Definition 2024


αντιγραφέας

αντιγραφέας

Greek

Noun

αντιγραφέας (antigraféas) m, f (plural αντιγραφείς)

  1. scribe, copyist, transcriber

Declension

Related terms

see: αντίγραφο n (antígrafo, edition, copy)