Definify.com
Definition 2024
αντιγραφέας
αντιγραφέας
Greek
Noun
αντιγραφέας • (antigraféas) m, f (plural αντιγραφείς)
Declension
declension of αντιγραφέας
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αντιγραφέας | αντιγραφείς | |
genitive | αντιγραφέα | αντιγραφέων | |
accusative | αντιγραφέα | αντιγραφείς | |
vocative | αντιγραφέα | αντιγραφείς | |
Feminine genitive singular form: αντιγραφέως |
Related terms
- see: αντίγραφο n (antígrafo, “edition, copy”)