Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αντιλόπη
αντιλόπη
Greek
Noun
αντιλόπη
•
(
antilópi
)
f
(
plural
αντιλόπες
)
antelope
Declension
declension of
αντιλόπη
singular
plural
nominative
αντιλόπη
αντιλόπες
genitive
αντιλόπης
αντιλοπών
accusative
αντιλόπη
αντιλόπες
vocative
αντιλόπη
αντιλόπες
Etymology
From
French
antilope
(
“
antelope
”
)
Similar Results