Definify.com
Definition 2024
αντιπαραβάλλω
αντιπαραβάλλω
Greek
Verb
αντιπαραβάλλω • (antiparavállo) (simple past αντιπαρέβαλα, passive form αντιπαραβάλλομαι)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
αντιπαραβάλλω • (antiparavállo) (simple past αντιπαρέβαλα, passive form αντιπαραβάλλομαι)
This verb needs an inflection-table template.