Definify.com
Definition 2024
αντιπρόσωπος
αντιπρόσωπος
Greek
Noun
αντιπρόσωπος • (antiprósopos) m f (plural αντιπρόσωποι)
Declension
declension of αντιπρόσωπος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπρόσωπος | αντιπρόσωποι |
genitive | αντιπροσώπου | αντιπροσώπων |
accusative | αντιπρόσωπο | αντιπροσώπους |
vocative | αντιπρόσωπε | αντιπρόσωποι |