Definify.com
Definition 2024
αντοχή
αντοχή
Greek
Noun
αντοχή • (antochí) f
Declension
declension of αντοχή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντοχή | αντοχές |
genitive | αντοχής | αντοχών |
accusative | αντοχή | αντοχές |
vocative | αντοχή | αντοχές |
Related terms
- αντέχω (antécho)