Definify.com

Definition 2024


ανώτατο_δικαστήριο

ανώτατο δικαστήριο

Greek

Noun

ανώτατο δικαστήριο (anótato dikastírio) n (plural ανώτατα δικαστήρια)

  1. (law) supreme court

Declension

see: ανώτατο (anótato) and δικαστήριο (dikastírio)

Synonyms