Definify.com
Definition 2024
αξίνα
αξίνα
Greek
Noun
αξίνα • (axína) f (plural αξίνες)
Declension
declension of αξίνα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αξίνα | αξίνες |
genitive | αξίνας | αξινών |
accusative | αξίνα | αξίνες |
vocative | αξίνα | αξίνες |
Synonyms
- (mattock): αξινάρι n (axinári)
- (pickaxe): ξινάρι f (xinári)
- (mattock): σκαλιστήρι n (skalistíri)
- (pickaxe): σκαπάνη f (skapáni, “pickaxe”)
See also
- τσάπα f (tsápa, “hoe”)