Definify.com
Definition 2024
αξιοπρέπεια
αξιοπρέπεια
See also: ἀξιοπρέπεια
Greek
Noun
αξιοπρέπεια • (axioprépeia) f (plural αξιοπρέπειες)
- dignity, pride
Declension
declension of αξιοπρέπεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αξιοπρέπεια | αξιοπρέπειες |
genitive | αξιοπρέπειας | αξιοπρεπειών |
accusative | αξιοπρέπεια | αξιοπρέπειες |
vocative | αξιοπρέπεια | αξιοπρέπειες |