Definify.com
Definition 2025
αξιωματικέ
αξιωματικέ
Greek
Adjective
αξιωματικέ • (axiomatiké)
- Vocative masculine singular form of αξιωματικός (axiomatikós).
Noun
αξιωματικέ • (axiomatiké) m
- Vocative singular form of αξιωματικός (axiomatikós).