Definify.com
Definition 2024
αξιόγραφα
αξιόγραφα
Greek
Noun
αξιόγραφα • (axiógrafa) n
- Nominative plural form of αξιόγραφο (axiógrafo).
- Accusative plural form of αξιόγραφο (axiógrafo).
- Vocative plural form of αξιόγραφο (axiógrafo).
αξιόγραφα • (axiógrafa) n