Definify.com
Definition 2024
απάνθρωπου
απάνθρωπου
See also: απανθρώπου
Greek
Adjective
απάνθρωπου • (apánthropou)
- Genitive masculine singular form of απάνθρωπος (apánthropos).
- Genitive neuter singular form of απάνθρωπος (apánthropos).
απάνθρωπου • (apánthropou)