Definify.com
Definition 2024
απέχθεια
απέχθεια
Greek
Noun
απέχθεια • (apéchtheia) f (plural απέχθειες)
Declension
declension of απέχθεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απέχθεια | απέχθειες |
genitive | απέχθειας | — |
accusative | απέχθεια | απέχθειες |
vocative | απέχθεια | απέχθειες |