Definify.com

Definition 2024


απαρέμφατο

απαρέμφατο

Greek

Noun

απαρέμφατο (aparémfato) n (plural απαρέμφατα)

  1. (grammar) infinitive
    ένα ρήμα στο απαρέμφατοéna ríma sto aparémfato ― a verb in the infinitive

Declension

Synonyms