Definify.com
Definition 2024
απαρηγορήτως
απαρηγορήτως
Greek
Alternative forms
- απαρηγόρητα (aparigórita)
Adverb
απαρηγορήτως • (aparigorítos)
Related terms
- απαρηγόρητος (aparigóritos, “inconsolable, disconsolate”)
απαρηγορήτως • (aparigorítos)