Definify.com
Definition 2024
απειλή
απειλή
Greek
Noun
απειλή • (apeilí) f (plural απειλές)
Declension
declension of απειλή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απειλή | απειλές |
genitive | απειλής | απειλών |
accusative | απειλή | απειλές |
vocative | απειλή | απειλές |
Derived terms
- απειλώ (apeiló, “to threaten”)
- απειλούμαι (apeiloúmai, “to be threatened”)