Definify.com
Definition 2024
απελευθέρωση
απελευθέρωση
Greek
Noun
απελευθέρωση • (apelefthérosi) f
Declension
declension of απελευθέρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απελευθέρωση | απελευθερώσεις |
genitive | απελευθέρωσης / απελευθερώσεως | απελευθερώσεων |
accusative | απελευθέρωση | απελευθερώσεις |
vocative | απελευθέρωση | απελευθερώσεις |
External links
- απελευθέρωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el