Definify.com
Definition 2024
απεργία
απεργία
Greek
Noun
απεργία • (apergía) f (plural απεργίες)
- strike (industrial dispute)
- μονοήμερη απεργία (one-day strike)
Declension
declension of απεργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απεργία | απεργίες |
genitive | απεργίας | απεργιών |
accusative | απεργία | απεργίες |
vocative | απεργία | απεργίες |
Related terms
- see: απεργώ (apergó, “to strike, to withdraw labour”)
External links
- απεργία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el