Definify.com
Definition 2024
απληστία
απληστία
Greek
Noun
απληστία • (aplistía) f (uncountable)
Declension
declension of απληστία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απληστία | απληστίες |
genitive | απληστίας | απληστιών |
accusative | απληστία | απληστίες |
vocative | απληστία | απληστίες |