Definify.com
Definition 2025
απλολογία
απλολογία
Greek
Noun
απλολογία • (aplología) f (plural απλολογίες)
Declension
declension of απλολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απλολογία | απλολογίες |
genitive | απλολογίας | απλολογιών |
accusative | απλολογία | απλολογίες |
vocative | απλολογία | απλολογίες |
Synonyms
- (abbreviation) απλολ. f (aplol.)