Definify.com

Definition 2024


αποδιοπομπαίο

αποδιοπομπαίο

Greek

Adjective

αποδιοπομπαίο (apodiopompaío)

  1. Accusative masculine singular form of αποδιοπομπαίος (apodiopompaíos).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αποδιοπομπαίος (apodiopompaíos).