Definify.com
Definition 2024
αποδιοπομπαίος_τράγος
αποδιοπομπαίος τράγος
Greek
Noun
αποδιοπομπαίος τράγος • (apodiopompaíos trágos) m (plural αποδιοπομπαίοι τράγοι)
Declension
- see: αποδιοπομπαίος (apodiopompaíos) and τράγος (trágos)
αποδιοπομπαίος τράγος • (apodiopompaíos trágos) m (plural αποδιοπομπαίοι τράγοι)