Definify.com
Definition 2024
αποδοχή
αποδοχή
Greek
Noun
αποδοχή • (apodochí) f (plural αποδοχές)
Declension
declension of αποδοχή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποδοχή | αποδοχές |
genitive | αποδοχής | αποδοχών |
accusative | αποδοχή | αποδοχές |
vocative | αποδοχή | αποδοχές |
Related terms
- αποδέκτης (apodéktis)
- αποδεκτός (apodektós)
- αποδέκτρια (apodéktria)
- αποδέχομαι (apodéchomai)
- αποδοχές f, pl (apodochés, “salary”)
- αποδοχούλα (apodochoúla)