Definify.com
Definition 2024
αποκάλυψη
αποκάλυψη
Greek
Noun
αποκάλυψη • (apokálypsi) f (plural αποκαλύψεις)
- revelation, disclosure
- apocalypse
- Apocalypse, Revelation (when capitalised)
Declension
declension of αποκάλυψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποκάλυψη | αποκαλύψεις |
genitive | αποκάλυψης / αποκαλύψεως | αποκαλύψεων |
accusative | αποκάλυψη | αποκαλύψεις |
vocative | αποκάλυψη | αποκαλύψεις |