Definify.com
Definition 2024
αποκαθιστώ
αποκαθιστώ
Greek
Alternative forms
- αποκατασταίνω (apokatastaíno)
Verb
αποκαθιστώ • (apokathistó) (simple past αποκατέστησα or αποκατάστησα, passive form αποκαθίσταμαι)
- repair, restore to normal
- πρέπει να αποκαταστήσουμε τη βλάβη στο δίκτυο ύδρευσης (we must repair the damage to the water supply)
- provide for (financially)
- (colloquial) marry off, marry
- Δεν ήθελε να νυμφευτεί ο ίδιος πριν αποκαταστήσει την αδελφή του. (He will not marry until he has married off his sister.)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.