Definify.com
Definition 2024
αποκατάσταση
αποκατάσταση
Greek
Noun
αποκατάσταση • (apokatástasi) f (plural αποκαταστάσεις)
- restoration, reconstruction, renovation (the process or result)
- restoration (ensure future life or quality of life)
Declension
declension of αποκατάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποκατάσταση | αποκαταστάσεις |
genitive | αποκατάστασης / αποκαταστάσεως | αποκαταστάσεων |
accusative | αποκατάσταση | αποκαταστάσεις |
vocative | αποκατάσταση | αποκαταστάσεις |