Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αποκρατικοποίησης
αποκρατικοποίησης
Greek
Noun
αποκρατικοποίησης
•
(
apokratikopoíisis
)
f
Genitive
singular
form of
αποκρατικοποίηση
(
apokratikopoíisi
)
.
Similar Results