Definify.com
Definition 2024
απολυμαίνω
απολυμαίνω
Greek
Verb
απολυμαίνω • (apolymaíno) (simple past απολύμανα, passive form απολυμαίνομαι)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
Related terms
- απολύμανση (apolýmansi, “disinfecting”)
- απολυμαντικό n (apolymantikó, “disinfectant”)
- απολυμαντικός (apolymantikós, “disinfectant”)