Definify.com
Definition 2024
απομόνωση
απομόνωση
Greek
Noun
απομόνωση • (apomónosi) f (plural απομονώσεις)
Declension
declension of απομόνωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απομόνωση | απομονώσεις |
genitive | απομόνωσης / απομονώσεως | απομονώσεων |
accusative | απομόνωση | απομονώσεις |
vocative | απομόνωση | απομονώσεις |