Definify.com
Definition 2024
αποποίηση
αποποίηση
Greek
Noun
αποποίηση • (apopoíisi) f (plural αποποιήσεις)
- refusal, renunciation
- (law) disclaimer
Declension
declension of αποποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποποίηση | αποποιήσεις |
genitive | αποποίησης / αποποιήσεως | αποποιήσεων |
accusative | αποποίηση | αποποιήσεις |
vocative | αποποίηση | αποποιήσεις |