Definify.com
Definition 2024
απορρίμματα
απορρίμματα
Greek
Noun
απορρίμματα • (aporrímmata) n
- Nominative plural form of απόρριμμα (apórrimma).
- Accusative plural form of απόρριμμα (apórrimma).
- Vocative plural form of απόρριμμα (apórrimma).
απορρίμματα • (aporrímmata) n